- τράπῃς
- τρέπωStudien zum griech. Perf.aor subj act 2nd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τράπης — ο, Ν (πετρογρ.) βράχος ηφαιστειογενούς προέλευσης ο οποίος βρίσκεται στις άκρες φλεβών διαφόρων ορυκτών. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. trap < σουηδ. trapp < σουηδ. trappa «σκάλα», λόγω του ότι υψώνονται το ένα πάνω στο άλλο δίνοντας έτσι την εικόνα… … Dictionary of Greek
τραπῇς — τέρπω delight aor subj pass 2nd sg τραπέω tread grapes pres subj act 2nd sg τρέπω Studien zum griech. Perf. aor subj pass 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)